νυφιάτικος

νυφιάτικος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "νυφιάτικος" в других словарях:

  • νυφιάτικος — η, ο 1. νυφικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νυφιάτικα α) η ενδυμασία τής νύφης, το νυφικό β) τραγούδια που λέγονται κατά την ημέρα τού γάμου 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με τρόπο που αρμόζει σε νεόνυμφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύφη + κατάλ. ιάτικος… …   Dictionary of Greek

  • επινυμφίδιος — ἐπινυμφίδιος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, νυφιάτικος …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

  • νυφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύφη, αλλ. νυφιάτικος: Νυφικό φόρεμα. 2. αυτός που ανήκει στους νιόπαντρους: Νυφικό κρεβάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»