νυφιάτικος
Смотреть что такое "νυφιάτικος" в других словарях:
νυφιάτικος — η, ο 1. νυφικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νυφιάτικα α) η ενδυμασία τής νύφης, το νυφικό β) τραγούδια που λέγονται κατά την ημέρα τού γάμου 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με τρόπο που αρμόζει σε νεόνυμφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύφη + κατάλ. ιάτικος… … Dictionary of Greek
επινυμφίδιος — ἐπινυμφίδιος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, νυφιάτικος … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek
νυφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύφη, αλλ. νυφιάτικος: Νυφικό φόρεμα. 2. αυτός που ανήκει στους νιόπαντρους: Νυφικό κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)